Andor 2: Inside Man
Η πλήρης αντιστασιακή σάγκα του Κάσιαν Άντορ, ένα arc τη φορά. Σήμερα, το heist δεύτερο κεφάλαιο.
Previously on: Κεφάλαιο 1
***
Σεζόν 1
Επεισόδιο 4: Aldhani
Επεισόδιο 5: The Axe Forgets
Επεισόδιο 6: The Eye
Σενάριο: Νταν Γκίλροϊ / Σκηνοθεσία: Σουζάνα Γουάιτ
***
Νιώθω πως κάπου εδώ γύρω ήταν που άρχισα να ακούω πόσο καλό είναι το Andor σαν σειρά, από ανθρώπους έξω από το Star Wars οικοσύστημα. Για χρόνια ακούμε σε αυτά τα αβυσσαλέα franchise πόσο ωραίο θα είναι αν οι επιμέρους ταινίες είναι απλά ταινίες διαφορετικών ειδών, αλλά στην καλύτερη περίπτωση έχεις συνήθως κάτι που για τη μισή του διάρκεια θυμίζει κάποιες αναφορές που συνδέονται με κάποιο genre και μετά έχεις μια τρίτη πράξη γεμάτη αναγκαστικές μάχες και βάσει συμβολαίου εμφανίσεις χαρακτήρων από άλλες ταινίες.
Το Andor απλά πήγε κάζουαλι και το έκανε. Η δεύτερη ιστορία της σειράς είναι ένα απολαυστικό heist movie που φυσικά και συνδέεται με την ευρύτερη πλοκή και –ακόμα σημαντικότερα– με τα μοτίβα που εδώ αναπτύσσονται περισσότερο. Όμως πρώτα και κύρια είναι αυτό: Μια χορταστική περιπέτεια γεμάτη σασπένς. Ως θεατής με μια εντελώς βασική γνώση του Star Wars σύμπαντος (και δίχως κάποια ιδιαίτερη αγάπη για αυτό) εδώ ήταν που το Andor με κέρδισε τελείως.
Είναι πολύ λειτουργικό το setup με τους ντόπιους που όλο και λιγοστεύουν, και κουβαλούν μαζί τους μια σχεδόν απτή απέχθεια για τους καθεστωτικούς κατακτητές. Το «θαύμα» που μαζεύονται για να παρακολουθήσουν, κάτι ανάμεσα σε θρησκευτική παράδοση και φυσικό μεγαλείο (το Αστέρι της Βηθλεέμ συναντά το Βόρειο Σέλας;), έχει σε κάθε περίπτωση μια πολύ γερή σύνδεση με τον τόπο και την Ιστορία, κάτι που το Andor συνέχεια προσπαθεί να θυμίζει και να κάνει establish στην διαδρομή του: Κανένας πλανήτης, κανένας τόπος, κανένα σύστημα δεν είναι απλώς σκηνικό πλοκής, παρά όλες αυτές οι μικρές καταπιεσμένες γωνιές του κόσμου ζουν και αναπνέουν και θυμώνουν και υποφέρουν και αποτελούν ζωντανές εν δυνάμει πηγές αντίστασης.
Ο Λούθεν φέρνει τον Κάσιαν κάπως φορετό σε ένα γκρουπ αντιστασιακών ληστών που έχει σχεδιάσει (με τη βοήθεια ενός inside man) να ληστέψει την Αυτοκρατορία. Είναι σημαντικό λοιπόν που στην πρώτη του αποστολή ως αβέβαιο, μισθοφορικό μέλος της Αντίστασης, ο Άντορ θα συμμετάσχει σε μια τέτοια «πρακτική» αποστολή κι όχι κάτι πιο ξεκάθαρα και εμφανώς ηρωικό. Υπογραμμίζεται έτσι πως το δίκτυο της αντίστασης χρειάζεται σίγουρα χρήματα, υπογραμμίζεται και πως η κάθε πρακτική ανάγκη χρειάζεται να κινηθούν ένα σωρό γρανάζια για να εξυπηρετηθεί.
Ο ίδιος ο μηχανισμός του heist είναι αγωνιώδης, με πολλά κινούμενα μέρη, φοβερές φάτσες (πλήρως αναγκαίο σε μια τέτοια περιπέτεια), ενώ ακόμα πιο ενδιαφέρον βρήκα το interplay των χαρακτήρων. Το πόσοι διαφορετικοί λόγοι μπορεί να έχουν φέρει ανθρώπους ξεχασμένους από τον κόσμο, σε μια τέτοια συνθήκη αντίστασης. Δεν είναι όλοι συνειδητοποιημένοι όπως ο πολιτικά ιδεαλιστής Νέμικ – το αντίθετο, μπορεί να βρίσκονται εκεί για λόγους κερδοφορίας, για λόγους προσωπικής εκδίκησης, οτιδήποτε. Ο ίδιος ο Άντορ δεν είναι ακόμα σίγουρος πού στέκεται απέναντι σε όλα αυτά.
Οπωσδήποτε όμως η φιλία του με τον Νέμικ –κι ο θάνατος του πιτσιρικά από τραύματα κατά την απόδραση του πληρώματος– αρχίζει να σχηματίζει τον Άντορ και να δίνει στη σειρά την ιδεολογική της ραχοκοκαλιά. Όταν στο τέλος της περιπέτειας ο Cousin! Σκιν του Ίμπον Μος-Μπάκαρακ του προτείνει να το σκάσουν με τα λεφτά, ο Άντορ δεν διστάζει να τον καθαρίσει, και σίγουρα η νέα του σχηματιζόμενη συνείδηση (πάνω φυσικά στο θεμέλιο της προσωπικής σχέσης με τον αδικοχαμένο πιτσιρικά) έπαιξε κάποιο ρόλο εκεί.
Ο Νέμικ εξηγεί στον Άντορ την ιδέα ενός καθεστώτος που γεννά διαρκώς κρίσεις ώστε στην ουσία να μην έχει τίποτα για το οποίο πρέπει να απαντήσει- ένα εργαλείο προπαγάνδας που χρησιμοποιείται ευρύτατα ακόμα και σήμερα, και χρειάζεται συνειδητοποίηση και αποφασιστικότητα (και υπομονή) για να αντιμετωπιστεί. Υπομονή επειδή τα πάντα είναι μικρά βήματα και είναι και κομμάτια του πλέγματος που λέγαμε, όπου κανείς δεν έχει καν την πλήρη εικόνα – απλά ελπίζεις πως οδηγείσαι κάπου.
Ο Λούθεν του Στέλαν Σκάρσγκαρντ ενορχηστρώνει μένοντας αόρατος, έχοντας ως front ένα μαγαζί διακίνησης αρχαιοτήτων μες στο στομάχι του θηρίου. Όλες οι σκηνές θεάτρου ανάμεσα σε αυτόν, τη βοηθό του Κλέγια (η Ελίζαμπεθ Ντουλάου είναι από τις αποκαλύψεις της σειράς, και σταδιακά άρχισε κι η σειρά να το συνειδητοποιεί αυτό) και την Μον Μόθμα είναι σκέτη απόλαυση – όπως και το σπάνιο σπάσιμο χαρακτήρα και σπάνια έκφραση ευτυχίας, στη σκηνή του φινάλε που πανηγυρίζει όταν μαθαίνει τα νέα για τη ληστεία στο Αλντάνι.
Η Μον είναι κι αυτή παγιδευμένη στις διαδικασίες και τις ρουτίνες της ως μέλος της Γερουσίας. Ο σύζυγός της λέει «γιατί πρέπει όλα να είναι χωρίς χαρά ρε παιδάκι μου» όταν εκείνη εκφράζει ένσταση στο να υποδεχθούν στο σπίτι τους, πολιτικές και κοινωνικές φιγούρες που βρίσκονται στο αντίθετο ιδεολογικό άκρο από την ίδια. Όπως κι ο Λούθεν, έτσι κι εκείνη είναι αναγκασμένη να παίζει μια διαρκή παράσταση, ένα μακρόσυρτο κοινωνικό heist χωρίς κανένα όμως σημείο απόδρασης στο άμεσο μέλλον.
(Φυσικά ξέρουμε ότι η Μον της Τζενεβίβ Ο’Ράιλι είναι παρούσα στο Rogue One, οπότε είναι τρομερά ενδιαφέρον που ο Γκίλροϊ θέλησε μέσα από τη σειρά να της δώσει μια παράλληλη «πώς έφτασε ως εκεί» διαδρομή με εκείνη του Κάσιαν. Φυσικά αυτή είναι πολύ πιο πολιτικά συνειδητοποιημένη στο ξεκίνημα της σειράς, όμως είναι τόσο βαθιά εισχωρημένη στο καθεστωτικό πολιτικό σύστημα που η βάση των επαναστατών μοιάζει ακόμα πιο μακρινή από ό,τι για τον Άντορ.)
Την ίδια ώρα, βαθιά μέσα στα γρανάζια της καθεστωτικής γραφειοκρατίας η Ντέντρα Μίρο (Ντενίζ Γκαφ του Monday του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου με μια αδιανόητα ξινή μούρη μόνιμης οργής που την κάνει την ξεκάθαρη MVP της 1ης σεζόν για μένα), ακολουθεί κι εκείνη στοιχεία με ζήλο όπως ο Καρν στο πρώτο arc. Φαίνεται κι εκείνη να προσβάλλεται σε ένα επίπεδο σχεδόν ηθικό όταν νιώθει πως οι από πάνω της δεν ακολουθούν τα στοιχεία και δεν εξαντλούν κάθε περιθώριο διερεύνησης.
Ο οποίος Καρν στο μεταξύ έχει φάει δυσμενή μετάθεση και τα ακούει από τη μητέρα του (η φοβερή Κάθριν Χάντερ που είδαμε πρόσφατα και στο Poor Things), αποκαλύπτοντας έτσι ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον σκιώδους παρελθόντος και passive aggressive καταπίεσης που λέει πολλά για το πώς βλέπει την ιδέα του καθήκοντος και της απελευθέρωσης (μέσω διάκρισης) από τα δικά του δεσμά. Έχει τρομερό ενδιαφέρον η παράλληλη διαδρομή αυτών των δύο villains της σειράς, και η σταδιακή εξερεύνηση του πού συγκλίνουν οι δυο τους, και πού όχι.
Πάντως η παραγωγή πέτυχε διάνα με το κάστινγκ. Ανάμεσα σε αυτούς και στον απολαυστικά γλοιώδη Άντον Λέσερ (που παίζει τον Πάρταγκαζ, αφεντικό της Μίρο) αποδεικνύεται πόσο μεγάλη αξία έχει το να βρίσκεις επίσης φανταστικές (βρετανό)φατσες και να τις αφήνεις να κοιτάζουν με αηδία/μίσος/συγκατάβαση/υποτίμηση/απέχθεια το οτιδήποτε δεν ακολουθεί τους κανόνες (της Αυτοκρατορίας).
Μπορείς να πεις πάρα πολλά από τις φάτσες που αποτελούν τον πληθυσμό των διαφορετικών crews. Στα μουντά, άσπρα-μαύρα-γκρι σκηνικά της Αυτοκρατορίας τα πρόσωπα μοιάζουν παγερά, ανταλλάξιμα, αναλώσιμα. Στο heist crew κάθε πρόσωπο μοιάζει να έχει να πει και μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Πολλά από αυτά δε θα την πουν ποτέ — κι αυτό είναι τελικά το κόστος της αντίστασης.